- δοντάς
- οθηλ. δοντού αυτός που έχει μεγάλα δόντια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δοντάς — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Βάθης. Διέθεσε σημαντικά χρηματικά ποσά για τον Αγώνα. 2. Θεόδωρος. Γιος του Ιωάννη (βλ. 3.). Προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στον Αγώνα. 3. Ιωάννης. Καταγόταν από την Ύδρα. Κατά την περίοδο 1821 22 πήρε μέρος στις… … Dictionary of Greek
Δόντας — Δόντᾱς , Δόντης masc acc pl (doric) Δόντᾱς , Δόντης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δόντας — δίδωμι Aër. aor part act masc acc pl (epic) δίδωμι Aër. aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δοντάς, Σπυρίδων — (Αθήνα 1878 – 1958).Φυσιολόγος, ακαδημαϊκός και καθηγητής πανεπιστημίου. Μετά τις σπουδές του στην Αθήνα και στη Γερμανία έγινε επιμελητής το 1901, έκτακτος καθηγητής της γενικής φυσιολογίας το 1916 και καθηγητής της φαρμακολογίας το 1925.… … Dictionary of Greek
Papyrus 69 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 69 … Deutsch Wikipedia
Liste des membres de l'Académie d'Athènes — Liste des membres de l Académie d Athènes, l académie nationale des Sciences, Humanités et Beaux Arts de Grèce. Liste 1926 (membres fondateurs nommés dans la charte de l Académie) Dimitrios Aeginitis … Wikipédia en Français
μέδων — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύμφωνα με την παράδοση, καταγόταν από την Ιθάκη και ήταν κήρυκας των μνηστήρων της Πηνελόπης. Αποκάλυψε στη βασίλισσα το σχέδιο των μνηστήρων να σκοτώσουν τον Τηλέμαχο και την ειδοποίησε όταν ο γιος της επέστρεψε … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek